- δημαρχικάς
- δημαρχικά̱ς , δημαρχικόςtribunicianfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημαρχικός — ή, ό (AM δημαρχικός, ή, όν) [δήμαρχος] όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δήμαρχο «δημαρχικά καθήκοντα», «τὰς δημαρχικὰς δέλτους ἀπέσπασε βίᾳ» … Dictionary of Greek